- εμπυώ
- (I)ἐμπυῶ (-έω)σχηματίζω πύον, ομπυάζω.————————(II)(-όω) (AM ἐμπυῶ)(συνήθ. το μέσ.) εμπυούμαι (-όομαι)προκαλώ εμπύηση, μεταβάλλω σε πύον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπύῳ — ἔμπυος suffering from an abscess masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)